Πολύ συχνά εκπαιδευτικοί και γονείς παρατηρούν κάποιου είδους δυσκολία μάθησης στα παιδιά τους, ιδιαίτερα μετά την είσοδό τους στο σχολικό σύστημα και αφού έλθουν σε επαφή με το γραπτό λόγο. Για το λόγο αυτό, παιδιά και γονείς επισκέπτονται και συμβουλεύονται ειδικούς προσπαθώντας να εντοπίσουν τον ακριβή τομέα ή τομείς, όπου εκφράζεται η δυσκολία αυτή.

Για να μπορέσουμε να χαρακτηρίσουμε μια δυσκολία στη μάθηση ως διαταραχή, θα πρέπει η επίδοση του μαθητή σε μια συγκεκριμένη δεξιότητα (ανάγνωση, κατανόηση, γραφή, λεξιλόγιο κ.α.), όπως μετριέται με ατομικά χορηγούμενες και σταθμισμένες δοκιμασίες, να είναι σαφώς κάτω από τη φυσιολογικά αναμενόμενη για τη χρονολογική του ηλικία. Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει να υφίσταται μια σημαντική μείωση της επίδοσης του παιδιού, η οποία δεν μπορεί να εξηγηθεί από εξωτερικούς παράγοντες, όπως το περιβάλλον μάθησης, η αισθητηριακή ικανότητα και η νοημοσύνη του.

Βασικές προϋποθέσεις, λοιπόν, για την εμφάνιση μιας Ειδικής Μαθησιακής Δυσκολίας (ΕΜΔ) είναι η ύπαρξη ενός περιβάλλοντος υποστηρικτικού με κατάλληλες εκπαιδευτικές ευκαιρίες για την ηλικία του παιδιού, ενός φυσιολογικού νοητικού πηλίκου και μιας υγιούς αισθητηριακής ανάπτυξης, που να μην μπορούν να ευθύνονται για τη μαθησιακή διαταραχή.

Με βάση όσα ειπώθηκαν παραπάνω, γίνεται αντιληπτό ότι η προσεκτική και αναλυτική διάγνωση των ειδικών μαθησιακών δυσκολιών απαιτεί τη λήψη ενός λεπτομερούς ιστορικού από τους γονείς και μια ενδελεχή αξιολόγηση των διαφόρων μαθησιακών, αντιληπτικών και νοητικών λειτουργιών και δεξιοτήτων του ατόμου μέσα από τη χρήση συγκεκριμένων και σταθμισμένων εργαλείων.

Παράλληλα, παρά τους αντισταθμιστικούς μηχανισμούς που το κάθε άτομο μπορεί να αναπτύξει προκειμένου να ξεπεράσει και να αντιμετωπίσει τις όποιες μαθησιακές δυσκολίες του, οι διαταραχές αυτές παραμένουν και στην ενήλικη ζωή. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με την εύρεση μη αποτελεσματικών προσαρμοστικών μηχανισμών, μπορεί να οδηγήσει σε οικογενειακά, κοινωνικά και επαγγελματικά προβλήματα στη μετέπειτα ζωή του ατόμου.

Σύμφωνα με το αμερικανικό Διαγνωστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSMIV), οι διαταραχές μάθησης ταξινομούνται σε τρεις αρκετά ευρείς κατηγορίες. Αυτές είναι η διαταραχή της ανάγνωσης και κατανόησής της, η διαταραχή των μαθηματικών και η διαταραχή της γραπτής έκφρασης. Το κυριότερο κοινό χαρακτηριστικό και των τριών είναι η αδυναμία συγκράτησης πληροφοριών στην μνήμη και ιδιαίτερα στην εργαζόμενη μνήμη (μνήμη εργασίας) που χρησιμεύει για την εκτέλεση γνωστικών έργων.

Η πρώτη μεγάλη κατηγορία, που ονομάζεται αλλιώς και δυσλεξία ή δυσαναγνωσία, αναφέρεται στην ελαττωμένη επίδοση του ατόμου να διαβάσει (έλλειμμα ακρίβειας και ταχύτητας) ή να κατανοήσει αυτό που διαβάζει. Η ανάγνωση είναι αργή με συχνά λάθη παραποίησης, αντικατάστασης ή παράλειψης γραμμάτων, συλλαβών ή και ολόκληρων λέξεων, ενώ η κατανόηση είναι πολλές φορές ελλιπή με την προφορική έκφραση και λεξιλόγιο να υπολείπονται σε σημαντικό βαθμό σε σύγκριση με το μέσο επίπεδο της σχολικής τάξης του παιδιού.

Η δεύτερη κατηγορία ονομάζεται αλλιώς και δυσαριθμησία ή δυσκαλκουλία και αφορά τη μειωμένη ικανότητα του ατόμου να κατανοήσει τις μαθηματικές έννοιες, να εκτελέσει υπολογισμούς και πράξεις, να αναγνωρίσει σύμβολα, να αντιγράψει αριθμούς και μαθηματικές παραστάσεις, να συγκρατήσει πληροφορίες στη μνήμη του (π.χ. του κρατούμενου στις πράξεις κ.α.).

Η τελευταία κατηγορία χαρακτηρίζει την ελλιπή ικανότητα του παιδιού να συνθέσει ένα γραπτό κείμενο. Μία μορφή έκφρασής της αποτελεί η ύπαρξη πολλών λαθών ορθογραφικών, γραμματικών, συντακτικών ή τονισμού των λέξεων (αυτή η περίπτωση ονομάζεται δυσορθογραφία), μια άλλη σχετίζεται με το κακό γράψιμο (πρόκειται για τη δυσγραφία) και άλλες αφορούν την κακή μορφή του κειμένου και οργάνωση των παραγράφων, την ασυνέχεια του περιεχομένου κ.α.

Πολύ συχνά οι παραπάνω δυσκολίες συνυπάρχουν μεταξύ τους, οπότε μιλάμε για μια γενικευμένη μαθησιακή δυσκολία ή συναντιούνται μαζί κυρίως με τη Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής / Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ) και λιγότερο συχνά με τη Διαταραχή Διαγωγής.

Η προέλευση των ειδικών μαθησιακών δυσκολιών είναι νευροβιολογική και η αιτιολογία τους ποικίλλει (κληρονομική, γενετική κ.α.), όπως επίσης και οι γνωστικές θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί κατά καιρούς για να τις εξηγήσουν (έλλειμμα φωνολογικής ενημερότητας, οπτικής και ακουστικής αντίληψης, προσοχής, μνήμης κ.α.).

Εμφανίζονται και στα δύο φύλα με τα αγόρια να διαγιγνώσκονται πιο συχνά λόγω της πιο έντονης και διασπαστικής συμπεριφοράς τους. Η πλήρης και επίσημη διάγνωση συνήθως γίνεται μετά από 2 χρόνια, αφού το παιδί έλθει για πρώτη φορά σε επαφή με το γραπτό λόγο και με τη διδασκαλία της γλώσσας του, δηλαδή στο τέλος της δεύτερης τάξης του Δημοτικού Σχολείου. Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί να έχει κατακτήσει επαρκώς και επιτυχημένα τη γλώσσα του προφορικά, πριν περάσει στην εκμάθηση της γραπτής της μορφής.

Είναι πολύ σημαντικό να υπάρξει μια έγκαιρη και έγκυρη διάγνωση και θεραπεία των διαταραχών αυτών από ειδικούς στο χώρο της μάθησης και γενικότερα των γνωστικών λειτουργιών (παιδοψυχολόγοι, ειδικοί παιδαγωγοί, λογοθεραπευτές, εργοθεραπευτές κ.α.), προκειμένου να βοηθήσουν το παιδί και την οικογένειά του να κατανοήσουν τις ακριβείς του δυσκολίες, να βρουν αποτελεσματικούς τρόπους αντιμετώπισής τους και να ενδυναμώσουν και ενισχύσουν το ηθικό και την αυτοεκτίμηση του παιδιού.

Η αίσθηση ανικανότητας που του παιδί μπορεί να αποκομίσει από τη σχολική δραστηριότητα, η πιθανή πίεση των γονέων και των εκπαιδευτικών ηθελημένη ή μη και η τυχόν απόρριψη που μπορεί να υποστεί από τους συνομήλικούς του συνήθως οδηγούν σε μείωση του ηθικού και της διάθεσης για μάθηση, σε χαμηλά επίπεδα αυτοπεποίθησης, λανθασμένη εικόνα εαυτού, απογοήτευση και εγκατάλειψη του σχολείου, κοινωνική απόσυρση, αντικοινωνική συμπεριφορά κ.ο.κ.